- εμποροκρατία
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι επεδίωκαν να ορίσουν με ακρίβεια τις καταλληλότερες μορφές παρέμβασης, ώστε να αυξηθεί η οικονομική ισχύς του έθνους. Η ε. ονομάζεται και εμποροκρατισμός ή μερκαντιλισμός.
Οι εμποροκράτες συγγραφείς υποστήριξαν ότι το διεθνές εμπόριο αποτελεί το πιο σημαντικό μέσο για να αυξηθεί ο εθνικός πλούτος, γιατί, αν ένα κράτος κατορθώνει να διαθέτει στο εξωτερικό περισσότερα εμπορεύματα απ’ όσα αγοράζει, πραγματοποιεί σταθερό ενεργητικό, που καλύπτεται με την εισαγωγή χρυσού και αργύρου. Αναμφίβολα, η σημασία των πολύτιμων μετάλλων ως συστατικών του εθνικού πλούτου υπήρξε πολύ μεγάλη στη σκέψη των εμποροκρατών, όμως συχνά οι μεταγενέστεροι επικριτές της θεωρίας της ε. υπερτόνισαν αυτό το στοιχείο, για να στηρίξουν επιχειρήματά τους. Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτοι εμποροκράτες, ειδικότερα οι Ισπανοί, ταύτιζαν τον πλούτο της χώρας με το απόθεμα σε χρυσό και άργυρο και πρέσβευαν την ιδιαίτερη εκείνη αντίληψη της ε. που αποκαλείται μπουλιενισμός (από τον αγγλικό όρο bullion, με τον οποίο υποδηλωνόταν ο χρυσός και ο άργυρος σε ράβδους). Η πλάνη όμως αυτή δεν υπήρξε ούτε γενική ούτε διαρκής. Πιο ριζωμένη πλάνη ήταν, αντίθετα, η βασική αντίληψη που είχαν οι εμποροκράτες για το διεθνές εμπόριο, καθώς δεν κατόρθωσαν να εκτιμήσουν την αμοιβαία χρησιμότητά του, την οποία απέδειξε αργότερα ο Ρικάρντο με τη θεωρία του συγκριτικού κόστους (βλ. λ. εμπόριο). Έτσι, οι εμποροκράτες υποστήριξαν ότι το εμπόριο απέφερε πλούτο σε μια χώρα στον βαθμό που καθιστούσε άλλες χώρες φτωχές. Με αυτό τον τρόπο εισήγαγαν ένα στοιχείο ανταγωνισμού στις διεθνείς σχέσεις, που αφενός αποτελούσε έκφραση της τότε ιστορικής πραγματικότητας και αφετέρου θα αποτελούσε αργότερα την προϋπόθεση για την πολιτική ισχύος που ακολούθησαν τα μεγαλύτερα κράτη.
Με αφετηρία αυτούς τους συλλογισμούς, οι εμποροκράτες υποστήριζαν ότι είναι χρήσιμο να υιοθετηθούν μέτρα που να συντελούν στην αύξηση των εξαγωγών και στον περιορισμό των εισαγωγών, όπως η επιδότηση των εθνικών βιομηχανιών, η απαγόρευση της πώλησης πρώτων υλών στο εξωτερικό, η υιοθέτηση ενός συστήματος προστατευτισμού, οι περιορισμοί στην εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων κλπ.
Η ε., παρότι υπήρξε αντικείμενο οξύτατων και ενίοτε μεροληπτικών επικρίσεων από την κλασική σχολή και τους θεωρητικούς της, επανεκτιμήθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αι., ιδιαίτερα χάρη στη διδασκαλία του Τζον Μέιναρντ Κέινς και του Γιόζεφ Αλόις Σουμπέτερ, οι οποίοι φώτισαν ορισμένες πραγματικά αξιοσημείωτες πλευρές της οικονομικής αυτής αντίληψης. Αξιόλογη προσφορά των θεωρητικών της ε. θεωρείται και το γεγονός ότι οι μελέτες τους ήταν οι πρώτες που προσέγγισαν το θέμα της δυναμικής οικονομικής (βλ. λ.), αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της ανάπτυξης και αποδίδοντας στο νόμισμα κάθε άλλο παρά ουδέτερο ρόλο.
Από τους κυριότερους εκπροσώπους της ε. αναφέρονται οι Γάλλοι Ζαν Μποντέν και Avτουάν ντε Μονγκρετιέν, οι Άγγλοι Τζόζια Τσάιλντ και Τόμας Μαν και οι Ιταλοί Αντόνιο Σέρα και Μπερνάρντο Ναταβαντσάτι. Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα ο Γάλλος Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ, ο οποίος με την ιδιότητα του υπουργού του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’ κατόρθωσε να εφαρμόσει στην πράξη τις θεωρίες της ε. και να θέσει σε εφαρμογή την ιδιαίτερη εκείνη μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού που πήρε από αυτόν την ονομασία κολμπερτισμός.
Η εμποροκρατία των ευρωπαϊκών μοναρχιών κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αι. εκδηλώθηκε με εταιρείες όπως η βρετανικών συμφερόντων Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών· στην εικόνα, αραβική ταπετσαρία του 17ου αι. που απεικονίζει Άγγλους εμπόρους στην Ινδία (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
* * *ηαπόδοση τού ξένου όρου mercantilismus, μερκαντιλισμός (οικονομικό σύστημα που στηρίζεται στην ενίσχυση τών εξαγωγών, ώστε να εισάγονται περισσότερα χρήματα απ' αυτά που εξάγονται και έτσι να αναπτύσσεται και η εγχώρια βιομηχανία).
Dictionary of Greek. 2013.